τρίηχο

τρίηχο
το
ομάδα τριών φθογγόσημων ίσης αξίας που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα της ίδιας αξίας, το τριολέτο, η τερτσίνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρίηχο — το, Ν μουσ. ομάδα τριών φθογγοσήμων τα οποία εκτελούνται ισόχρονα προς δύο φθογγόσημα τής ίδιας αξίας, κν. τριολέτο ή τερτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ήχος (πρβλ. εξά ηχο)] …   Dictionary of Greek

  • τριολέτο — το, Ν μουσ. το μουσικό τρίηχο, αλλ. τερτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. triolet, πιθ. υποκορ. τού ιταλ. trio (βλ. λ. τρίο)] …   Dictionary of Greek

  • τριολέτο — το (λ. γαλλ.), το μουσικό τρίηχο, τερτσίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”